- μαργώ
- μαργῶ, -άω (Α) [μάργος]1. (ιδίως στη μάχη) ορμώ, μαίνομαι («μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.)2. φρ. «μαργῶσα γνάθος» — λαίμαργο σαγόνι, λαίμαργα δόντια3. είμαι πολύ πρόθυμος να κάνω κάτι («μαργῶν τ' ἐπ' ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ», Ευρ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «μαργᾷμαργαίνει, ὑβρίζει, ἐνθουσιᾷ, μαίνεται».
Dictionary of Greek. 2013.